- επιδιαθήκη
- ἐπιδιαθήκη, ἡ (Α)1. συμπληρωματική διαθήκη, κωδίκελλος2. εγγύηση, ασφάλεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδιαθήκη — additional fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιαθήκαις — ἐπιδιαθήκη additional fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιαθήκην — ἐπιδιαθήκη additional fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιαθήκης — ἐπιδιαθήκη additional fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιαθήκας — ἐπιδιαθήκᾱς , ἐπιδιαθήκη additional fem acc pl ἐπιδιαθήκᾱς , ἐπιδιαθήκη additional fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek